-
1 κύμβη
κύμβη, ἡ (vgl. κύμβος, sanscr. kumba, Kübel), übh. Höhlung, hohles Gefäß; – a) Kahn, Nachen, ἵπποισιν ἢ κύμβαισι ναυστολεῖς χϑόνα Soph. frg. 129; vgl. Ath. XI, 482 d. – b) ein Gefäß, Becken, Nic. Al. 164. – c) πτεροβάμονες κύμβαι, bei Empedocl. 226, sind die Vögel. – d) ein Ränzel, πήρα, VLL. – Auch = κεφαλή. Vgl. κυβή u. κύμβαχος.
-
2 κυμβη
-
3 κύμβη
-
4 κύμβη
См. также в других словарях:
κύμβη — (I) η (AM κύμβη) νεοελλ. ναυτ. 1. κοντή και πλατιά βάρκα που τοποθετούσαν αναποδογυρισμένη στους τροχούς τών τροχήλατων πλοίων 2. πτυσσόμενη βάρκα τών τορπιλλοβόλων και αντιτορπιλλικών που ο σκελετός της άνοιγε σαν ριπίδι και η οποία συμπτυσσόταν … Dictionary of Greek